άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
αυτοεπικονίαση — Το φαινόμενο κατά το οποίο στο στίγμα του υπέρου ενός αρρενοθήλεος άνθους προσκολλάται γύρη από τους ανθήρες του ίδιου άνθους. Αυτή η μορφή γονιμοποίησης ονομάζεται και αυτογαμία και παρουσιάζει το βασικό μειονέκτημα ότι δεν εξασφαλίζει… … Dictionary of Greek
Βάγκνερ, Μόριτς — (Moriz Wagner, 1813 1887). Γερμανός εθνολόγος, αδελφός του φυσιολόγου Ροδόλφου Βάγκνερ. Ασχολήθηκε με την επιστήμη της εθνολογίας και έκανε πολλά επιστημονικά ταξίδια στη Β Αφρική, τον Καύκασο, την Αρμενία, το Κουρδιστάν, την Περσία, τον Καναδά,… … Dictionary of Greek